- να(έ)τειρα
- να(έ)τειρα, ἡ (Α)βλ. νάερρα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-τήρας — τήρ, ΝΜΑ παραγωγική κατάλ. ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία, όπως και η κατάλ. τωρ, χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τον δράστη ενέργειας. Οι δύο αυτές καταλήξεις ανάγονται στην ΙΕ κατάληξη * ter (πρβλ. και αρχ. ινδ. pi tā, λατ. pa … Dictionary of Greek
μήτειρα — μήτειρα, ἡ (Α) μητέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μη τού μήτηρ + επίθημα τειρα (πρβλ. αυτοκρά τειρα, σώ τειρα)] … Dictionary of Greek
οπτήτειρα — ὀπτήτειρα, ἡ (Α) (σχετικά με κάμινο) αυτή που ψήνει («ὀπτήτειρα κάμινος», Καλλίμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπτῶ «ψήνω» + επίθημα τειρα, θηλ. τού τήρ (πρβλ. κοσμή τειρα, ορμή τειρα)] … Dictionary of Greek
σωτήρας — Όνομα τεσσάρων οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (63 κάτ., υψόμ. 330), στην επαρχία Θάσου του νομού Καβάλας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (10 τ.χλμ., 401 κάτ.), στην οποία ανήκει και άλλος ένας μικρότερος οικισμός, η Σκάλα Σωτήρα (338 κάτ.,… … Dictionary of Greek
οινοδότειρα — οἰνοδότειρα, ἡ (Α) αυτή που παρέχει οίνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰνοδότης + επίθημα τειρα (πρβλ. θηρά τειρα] … Dictionary of Greek
ουτήτειρα — οὐτήτειρα, ἡ (Α) αυτή που πληγώνει. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὐτάω «πληγώνω» + επίθημα τειρα (πρβλ. γενέ τειρα)] … Dictionary of Greek
σκαπτήρ — ῆρος, ὁ, θηλ. σκάπτειρα, Α αυτός που σκάβει, σκαφέας, σκαφτιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκαπ τού σκάπτω (βλ. λ. σκάβω) + επίθημα τήρ / τειρα (πρβλ. θρεπ τήρ / θρέπ τειρα)] … Dictionary of Greek
συλήτειρα — ἡ, Α αυτή που διαπράττει σύληση ξένων αντικειμένων. [ΕΤΥΜΟΛ. < συλῶ + επίθημα τειρα (πρβλ. υμνή τειρα)] … Dictionary of Greek
συνδρήστειρα — ἡ, Α ιων. τ. συνεργός, βοηθός. [ΕΤΥΜΟΛ. Ιων. τ. αντί *συνδράστειρα < συνδρῶ (πρβλ. αόρ. συν έ δρασ α) + επίθημα τειρα (πρβλ. κολάσ τειρα)] … Dictionary of Greek
συνευνάτειρα — ἡ, Α αυτή που κοιμάται μαζί με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνευνάζω + επίθημα τειρα (πρβλ. γενέ τειρα)] … Dictionary of Greek